συνακτικός
συνακ-τικός, ή, όν,
A). able to bring together, τὸ ς. καὶ κρουστικόν power of accumulation in oratory, of Demosthenes, Dem.Enc. 32 : c. gen., ἁ δικαιότας κοινωνίας συνεκτικὰ καὶ συνακτικά ap. ; 4.7.62 ς. τοῦ καταρτίζεσθαι μηρὸν ἐξαρθρήσαντα . 3
2). of drugs, constrictive, . 11.710