Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτήρ
συνακτήριον
συνακτικός
συνακτός
συναλαλάζω
συναλάομαι
συναλγέω
συναλγηδών
συναλγύνω
συναλδής
συναλεαίνω
συνάλειμμα
View word page
συνακτήριον
συνακ-τήριον, τό,
A). assembly, Hsch.


ShortDef

assembly

Debugging

Headword:
συνακτήριον
Headword (normalized):
συνακτήριον
Headword (normalized/stripped):
συνακτηριον
IDX:
99119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνακ-τήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assembly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}