Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
συνακρατίζομαι
συνακριβόω
συνακροάομαι
συνακτέον
συνακτήρ
συνακτήριον
View word page
συνακολουθία
συνᾰκολουθ-ία, ,
A). imitation, Ps.- Philol. ap. Stob. 1.20.2 .


ShortDef

imitation

Debugging

Headword:
συνακολουθία
Headword (normalized):
συνακολουθία
Headword (normalized/stripped):
συνακολουθια
IDX:
99109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰκολουθ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">imitation</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philol.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.20.2 </span>.</div> </div><br><br>'}