Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
συνακούω
View word page
συναιωρέομαι
συναιωρ-έομαι, Pass.,
A). to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl. Phd. 112b , cf. Plu. 2.564d .


ShortDef

to be held suspended together with

Debugging

Headword:
συναιωρέομαι
Headword (normalized):
συναιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναιωρεομαι
IDX:
99103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναιωρ-έομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be swayed with</span>, <span class="quote greek">συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg004.perseus-grc1:112b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg004.perseus-grc1:112b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phd.</span> 112b </a> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.564d </span>.</div> </div><br><br>'}