Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακολουθία
συνακόλουθος
συνακοντίζω
συνάκοος
View word page
σύναιχμος
σύναιχμος, ον,
A). allied with, an ally, Hsch., Phot., Suid.


ShortDef

allied with, an ally

Debugging

Headword:
σύναιχμος
Headword (normalized):
σύναιχμος
Headword (normalized/stripped):
συναιχμος
IDX:
99102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύναιχμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">allied with, an ally</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}