Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
View word page
συναιτιάομαι
συναιτιάομαι, Med.,
A). accuse along with, Plu. Fab. 8 .


ShortDef

to accuse along with

Debugging

Headword:
συναιτιάομαι
Headword (normalized):
συναιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναιτιαομαι
IDX:
99097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναιτιάομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accuse along with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg013:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg013:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fab.</span> 8 </a>.</div> </div><br><br>'}