Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέομαι
View word page
συναισχύνω
συναισχύνω,
A). begrime, soil at the same time, Max.Tyr. 18.9 ( Pass.).


ShortDef

begrime, soil at the same time

Debugging

Headword:
συναισχύνω
Headword (normalized):
συναισχύνω
Headword (normalized/stripped):
συναισχυνω
IDX:
99095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναισχύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">begrime, soil at the same time</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0563.tlg001:18:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0563.tlg001:18.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Max.Tyr.</span> 18.9 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}