Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
συναίσθησις
συναισθητικός
συναΐσσω
συναισχύνω
συναιτέω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμαλωτίζω
συναιχμάλωτος
σύναιχμος
συναιωρέομαι
View word page
συναισθητικός
συναισθ-ητικός, , όν, only Adv. -κῶς,
A). by way of συναίσθησις, Sch. Ptol. Tetr. 88 .


ShortDef

by way of συναίσθησις

Debugging

Headword:
συναισθητικός
Headword (normalized):
συναισθητικός
Headword (normalized/stripped):
συναισθητικος
IDX:
99093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99094
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναισθ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, only Adv. <span class="foreign greek">-κῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by way of</span> <span class="foreign greek">συναίσθησις</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:88" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:88/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 88 </a>.</div> </div><br><br>'}