Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
συναίμων
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθημα
View word page
συναίνυμαι
συναίνυμαι,
A). gather up, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Il. 21.502 .


ShortDef

to take up

Debugging

Headword:
συναίνυμαι
Headword (normalized):
συναίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συναινυμαι
IDX:
99081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναίνυμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gather up</span>, <span class="quote greek">Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:21:502" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:21.502/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 21.502 </a> .</div> </div><br><br>'}