Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναιθριάζω
συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
συναίμων
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
View word page
σύναινος
σύναινος, ον,
A). agreeing with, τινι Hsch.


ShortDef

agreeing with

Debugging

Headword:
σύναινος
Headword (normalized):
σύναινος
Headword (normalized/stripped):
συναινος
IDX:
99080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύναινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">agreeing with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}