Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναθύρω
συναΐγδην
συναιγλία
συναιθριάζω
συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
συναίμων
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
σύναινος
συναίνυμαι
συναίρεμα
συναίρεσις
συναιρεσιώτης
συναιρετέον
συναιρετικός
συναιρετίστης
View word page
συναινετικόν
συναιν-ετικόν, τό,
A). = ἐπερώτησις ἀμοιβαία , compromiss<i>o, Gloss.


ShortDef

compromissio

Debugging

Headword:
συναινετικόν
Headword (normalized):
συναινετικόν
Headword (normalized/stripped):
συναινετικον
IDX:
99077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναιν-ετικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐπερώτησις ἀμοιβαία</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">compromiss&lt;i&gt;o,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}