Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
συνάθροισμα
συναθροισμός
συναθροιστής
συναθροιστ<ικ>ός
συναθύρω
συναΐγδην
συναιγλία
συναιθριάζω
συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
συναίμων
συναίνεσις
συναινετέον
συναινετικόν
συναινέω
συναινίττομαι
View word page
συναιγλία
συναιγλία
,
A).
v.
συναικλία
.
συναΐδιος·
συνυπάρχων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συναιγλία
Headword (normalized):
συναιγλία
Headword (normalized/stripped):
συναιγλια
IDX:
99069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99070
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναιγλία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συναικλία</span> . <span class="orth greek">συναΐδιος·</span> <span class="foreign greek">συνυπάρχων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}