Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνάεθλος
συναείδω
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
συνάθροισμα
συναθροισμός
συναθροιστής
συναθροιστ<ικ>ός
συναθύρω
συναΐγδην
συναιγλία
συναιθριάζω
συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
συναίμων
συναίνεσις
View word page
συναθροιστής
συναθρ-οιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
collector
, prob. in
Hsch.
s.v.
ἀγρετᾷ
.
ShortDef
collector
Debugging
Headword:
συναθροιστής
Headword (normalized):
συναθροιστής
Headword (normalized/stripped):
συναθροιστης
IDX:
99065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99066
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναθρ-οιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collector</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀγρετᾷ</span> .</div> </div><br><br>'}