Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείδω
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
συνάθροισμα
συναθροισμός
συναθροιστής
συναθροιστ<ικ>ός
συναθύρω
συναΐγδην
συναιγλία
συναιθριάζω
συναιθύσσω
συναικλία
σύναιμος
View word page
συνάθροισμα
συνάθρ-οισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
assemblage
,
Apollon.
Lex.
s.v.
ἀγορά
.
ShortDef
assemblage
Debugging
Headword:
συνάθροισμα
Headword (normalized):
συνάθροισμα
Headword (normalized/stripped):
συναθροισμα
IDX:
99063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99064
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάθρ-οισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assemblage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀγορά</span> .</div> </div><br><br>'}