Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείδω
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
συνάθροισμα
συναθροισμός
συναθροιστής
συναθροιστ<ικ>ός
συναθύρω
συναΐγδην
View word page
συναηδίζομαι
συνᾰηδίζομαι, Pass.,
A). to be displeased together, Ph. 1.405 .


ShortDef

to be displeased together

Debugging

Headword:
συναηδίζομαι
Headword (normalized):
συναηδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναηδιζομαι
IDX:
99058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰηδίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be displeased together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:405" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.405/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.405 </a>.</div> </div><br><br>'}