Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείδω
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
συναθλέω
συναθροίζω
συνάθροισις
View word page
συναδόλεσχος
συνᾱδόλεσχ-ος
,
ὁ
,
A).
companion,
Sammelb.
343
, cf.
1990
(where
συναδελ-
).
ShortDef
companion
Debugging
Headword:
συναδόλεσχος
Headword (normalized):
συναδόλεσχος
Headword (normalized/stripped):
συναδολεσχος
IDX:
99052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99053
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾱδόλεσχ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">companion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 343 </span>, cf. <span class="bibl"> 1990 </span> (where <span class="foreign greek">συναδελ-</span>).</div> </div><br><br>'}