Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναγωγή
συναγωγία
συναγώγιμον
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
συναδόλεσχος
συναδοξέω
συνᾴδω
συνάεθλος
συναείδω
συναείρω
συναηδίζομαι
συναθετέω
View word page
συναδηλέομαι
συνᾰδηλέομαι, Pass.,
A). to be obscure together, τὸ ἀληθές S.E. M. 8.2 .


ShortDef

to be obscure together

Debugging

Headword:
συναδηλέομαι
Headword (normalized):
συναδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναδηλεομαι
IDX:
99049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰδηλέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be obscure together</span>, <span class="quote greek">τὸ ἀληθές</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:8:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:8.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 8.2 </a> .</div> </div><br><br>'}