Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
σύναγχος
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγία
συναγώγιμον
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
συναδολεσχέω
View word page
συναγώγιμον
συνᾰγώγ-ιμον δεῖπνον,, = sq., Alex. 251 , cf. Ephipp. 4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναγώγιμον
Headword (normalized):
συναγώγιμον
Headword (normalized/stripped):
συναγωγιμον
IDX:
99041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰγώγ-ιμον</span> <span class="foreign greek">δεῖπνον,</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:251" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:251/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> 251 </a>, cf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0450.tlg001:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0450.tlg001:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ephipp.</span> 4 </a>.</div><br><br>'}