Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναγρώσσω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
συναγχικός
σύναγχος
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγία
συναγώγιμον
συναγώγιον
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδηλέομαι
συναδικέω
View word page
συναγωγία
συνᾰγωγ-ία
,
ἡ
,
A).
=
προαγωγεία
, prob. interpol. in
Plu.
2.632e
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συναγωγία
Headword (normalized):
συναγωγία
Headword (normalized/stripped):
συναγωγια
IDX:
99040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰγωγ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προαγωγεία</span> , prob. interpol. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.632e </span>.</div> </div><br><br>'}