Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικὸς
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγορέω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγρώσσω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συναγχίαι
View word page
συναγορέω
συνᾱγορέω, συνᾰγορ-άγορος, Dor. for συνηγορέω, -ήγορος (qq. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναγορέω
Headword (normalized):
συναγορέω
Headword (normalized/stripped):
συναγορεω
IDX:
99024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾱγορέω</span>, <span class="orth greek">συνᾰγορ-άγορος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">συνηγορέω, -ήγορος</span> (qq. v.).</div><br><br>'}