Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναγινέω
συνάγκεια
σύναγκος
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικὸς
συναγόρευσις
συναγορεύω
συναγορέω
συναγραυλέω
συναγρεύω
συναγριαίνω
συναγρίς
συναγρυπνέω
συναγρώσσω
συναγυρμός
View word page
συναγοραστικὸς
συνᾰγορ-αστικὸς πυρός, =
A). frumentum emptum, PLond. 2.301.2 (ii A.D.); -κὴ κριθή BGU 381.2 (ii/iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναγοραστικὸς
Headword (normalized):
συναγοραστικὸς
Headword (normalized/stripped):
συναγοραστικος
IDX:
99021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰγορ-αστικὸς</span> <span class="foreign greek">πυρός</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">frumentum emptum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.301.2 </span> (ii A.D.); <span class="quote greek">-κὴ κριθή</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 381.2 </span> (ii/iii A.D.).</div> </div><br><br>'}