Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγελισμός
συναγερμός
συναγέσκεο
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
σύναγκος
συναγλαΐζω
σύναγμα
συναγνεύω
συναγνοέω
συνάγνυμι
συναγοράζω
συναγορασμός
συναγοραστικὸς
συναγόρευσις
συναγορεύω
View word page
σύναγκος
σύναγκος, εος, τό,
A). = συνάγκεια , Them. Or. 11.151d (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύναγκος
Headword (normalized):
σύναγκος
Headword (normalized/stripped):
συναγκος
IDX:
99013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύναγκος</span>, <span class="itype greek">εος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνάγκεια</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg011:151d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg011:151d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 11.151d </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}