Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
συναγάλλομαι
συναγανακτέω
συναγανάκτησις
συναγαπάω
συναγγέλλω
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συναγελαστικός
συναγελισμός
συναγερμός
συναγέσκεο
συναγιάζω
συναγινέω
συνάγκεια
View word page
συναγγία
συναγγία, ,
A). confined space, Babr. 27.2 , but f.l. for συναγκίῃ .


ShortDef

a confined space

Debugging

Headword:
συναγγία
Headword (normalized):
συναγγία
Headword (normalized/stripped):
συναγγια
IDX:
99002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναγγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confined space</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:27:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:27.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Babr.</span> 27.2 </a>, but f.l. for <span class="ref greek">συναγκίῃ</span> .</div> </div><br><br>'}