Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφωνούντως
συμφωτίζομαι
σύμψαλμα
σύμψαυσις
συμψαύω
συμψάω
συμψέλια
συμψελλίζω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
συμψηφιστής
συμψηφοθετέω
συμψηφολογέω
σύμψηφος
συμψιθυρίζω
συμψιλόω
συμψοφέω
συμψύχομαι
σύμψυχος
σύν
συναβολέω
View word page
συμψηφιστής
συμψηφ-ιστής,
A). computator, Gloss.


ShortDef

computator

Debugging

Headword:
συμψηφιστής
Headword (normalized):
συμψηφιστής
Headword (normalized/stripped):
συμψηφιστης
IDX:
98985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμψηφ-ιστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">computator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}