Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφώνημα
συμφώνησις
συμφωνία
συμφωνιακός
συμφωνικός
σύμφωνος
συμφωνούντως
συμφωτίζομαι
σύμψαλμα
σύμψαυσις
συμψαύω
συμψάω
συμψέλια
συμψελλίζω
συμψεύδομαι
View word page
συμφωνικός
συμφων-ικός, , όν,
A). specified in an agreement, PLond. 5.1676.41 (vi A.D.).


ShortDef

specified in an agreement

Debugging

Headword:
συμφωνικός
Headword (normalized):
συμφωνικός
Headword (normalized/stripped):
συμφωνικος
IDX:
98973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφων-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">specified in an agreement,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1676.41 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}