συμφύρω
συμφύρω [ῡ], aor. 2 Pass. συνεφύρην [ῠ] BJ 2.8.10 : fut. Pass. συμφῠρήσομαι Sch. N. 1.100 : most freq. in pf. part. Pass.:—
A). knead together, ς. εἰς ἕν Phlb. 15e : mostly Pass., ς. κόμμι αἵματι (as v.l. for 2.24 -αμένον ) ; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί Med. 1199 ; πλούτῳ .. πάντα συμπεφ. ; 108.1 ἡδοναὶ συμπεφ. λύπαις Phlb. 51a ; ψυχὴ συμπεφ. μετὰ κακοῦ Phd. 66b ; βιοτὴ .. πολλῇσι κηρσὶ συμπεφυρμένη . 285
2). mess up, disfigure, πληγαῖς συνέφυρε πρόσωπον ; 22.111 αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν Fab. 16 : metaph., confuse, confound, Vit. p.27J. ; τὴν πόλιν συμθεφ. ταῖς οἰκήσεσιν built without plan, Cam. 32 .