Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφύγιον
συμφυή
συμφυής
συμφυΐα
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφύνω
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
View word page
συμφύνω
συμφύνω,
A). v. συμφύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφύνω
Headword (normalized):
συμφύνω
Headword (normalized/stripped):
συμφυνω
IDX:
98955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμφύω</span> .</div> </div><br><br>'}