Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυή
συμφυής
συμφυΐα
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφύνω
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
View word page
συμφυλακίτης
συμφῠλᾰκίτης [ῑ],,
A). fellow-φυλακίτης, PRein. 17.1 (pl., ii B.C.).


ShortDef

fellow

Debugging

Headword:
συμφυλακίτης
Headword (normalized):
συμφυλακίτης
Headword (normalized/stripped):
συμφυλακιτης
IDX:
98949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφῠλᾰκίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>-<span class="foreign greek">φυλακίτης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRein.</span> 17.1 </span> (pl., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}