Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφράζομαι
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυή
συμφυής
συμφυΐα
συμφυλακίτης
View word page
συμφρυγμός
συμφρυγμός, ,
A). burning ague, Al. Le. 26.16 .


ShortDef

burning ague

Debugging

Headword:
συμφρυγμός
Headword (normalized):
συμφρυγμός
Headword (normalized/stripped):
συμφρυγμος
IDX:
98939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφρυγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burning ague</span>, Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 26.16 </span>.</div> </div><br><br>'}