Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
συμφορίας
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
View word page
συμφράκτωρ
συμφράκτωρ, ορος, ,
A). coactor, Gloss. (fort. συμπρ-).


ShortDef

coactor

Debugging

Headword:
συμφράκτωρ
Headword (normalized):
συμφράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
συμφρακτωρ
IDX:
98930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφράκτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coactor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">συμπρ-</span>).</div> </div><br><br>'}