συμφράδμων
συμφράδμων, ονος, ὁ, ἡ,
A). one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ .. τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν ; 2.372 ς. θέσθαι τινά Aet. 3.1.28 , ap. , cf. 4.23.7 ap. , 5.400 . 112
II). harmonious, in accord, κανόνες ς. αὐλῶν AP 9.365 ( ); θυμός Fr. 8 .