Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφοραίνω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
συμφορίας
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
View word page
συμφορίας
συμφορ-ίας·
συμπεφορημένης, συμμίκτου
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμφορίας
Headword (normalized):
συμφορίας
Headword (normalized/stripped):
συμφοριας
IDX:
98926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98927
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφορ-ίας·</span> <span class="foreign greek">συμπεφορημένης, συμμίκτου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}