Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφοραίνω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
συμφορίας
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
View word page
συμφορία
συμφορ-ία, , =
A). calamitas, Gloss. (s.v.l.).


ShortDef

calamitas

Debugging

Headword:
συμφορία
Headword (normalized):
συμφορία
Headword (normalized/stripped):
συμφορια
IDX:
98925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφορ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">calamitas,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}