Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφλέγω
συμφλογίζω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφοραίνω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
συμφορίας
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
View word page
συμφοραίνω
συμφορ-αίνω, = foreg., Ps.- Hdt. Vit.Hom. 14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφοραίνω
Headword (normalized):
συμφοραίνω
Headword (normalized/stripped):
συμφοραινω
IDX:
98919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφορ-αίνω</span>, = foreg., Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.Hom.</span> 14 </span>.</div><br><br>'}