Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλογίζω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφοραίνω
συμφορεύς
View word page
συμφλογίζω
συμφλογίζω, = foreg., LXX 2 Ma. 6.11 , Thd. Is. 42.25 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφλογίζω
Headword (normalized):
συμφλογίζω
Headword (normalized/stripped):
συμφλογιζω
IDX:
98910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφλογίζω</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:6:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:6.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ma.</span> 6.11 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 42.25 </span>.</div><br><br>'}