Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμφημι
συμφήτωρ
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιβλόομαι
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
View word page
συμφιλία
συμφῐλία, ,
A). mutual friendship, f.l. for συμφυλία (q.v.).


ShortDef

mutual friendship

Debugging

Headword:
συμφιλία
Headword (normalized):
συμφιλία
Headword (normalized/stripped):
συμφιλια
IDX:
98899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφῐλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mutual friendship</span>, f.l. for <span class="ref greek">συμφυλία</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}