Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφήτωρ
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιβλόομαι
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
View word page
συμφιβλόομαι
συμφιβλόομαι,
A). gloss on συμπερονάομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφιβλόομαι
Headword (normalized):
συμφιβλόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφιβλοομαι
IDX:
98897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφιβλόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">συμπερονάομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}