Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύμφασις
συμφάσκω
συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφήτωρ
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιβλόομαι
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
View word page
συμφθάνω
συμφθάνω
[ᾰ]
,
A).
keep pace with
,
τῇ ῥύμῃ τοῦ λόγου
Suid.
s.v.
Σίβυλλα
.
ShortDef
keep pace with
Debugging
Headword:
συμφθάνω
Headword (normalized):
συμφθάνω
Headword (normalized/stripped):
συμφθανω
IDX:
98891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98892
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφθάνω</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep pace with</span>, <span class="quote greek">τῇ ῥύμῃ τοῦ λόγου</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Σίβυλλα</span> .</div> </div><br><br>'}