Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμφαντικός
σύμφασις
συμφάσκω
συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφήτωρ
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιβλόομαι
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
View word page
συμφήτωρ
συμφήτωρ· μάντις, μάρτυς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφήτωρ
Headword (normalized):
συμφήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συμφητωρ
IDX:
98890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμφήτωρ·</span> <span class="foreign greek">μάντις, μάρτυς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}