συμφερόντως
συμφερόντως, Adv. pres. part.(συμφέρω),
A). profitably, τινι Oxy. 1364.15 ( ξυμ-), Lg. 662a , , cf. 2.25 Mem. 1.2.50 , IG 12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε ς. on no plea either of justice or expediency, ; 2.1.9 ς. ἔχει , cf. 8.137 Herc. 1012.45 .