Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπυρπολέω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
συμφάγῃ
συμφαίνομαι
View word page
συμπυκάζω
συμπῠκάζω,
A). cover quite up, D.S. 17.116 .


ShortDef

cover quite up

Debugging

Headword:
συμπυκάζω
Headword (normalized):
συμπυκάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπυκαζω
IDX:
98865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπῠκάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover quite up</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17:116" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17.116/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 17.116 </a>.</div> </div><br><br>'}