συμπτύσσω
συμπτύσσω,
2). Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Hyp. 5.115 : metaph., to be implicit, not yet unfolded, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Pr. 1 ; ἐν τῷ κέντρῳ -έπτυκται ὁ κύκλος ib. 32 , cf. Inst. 171 .
3). knock in, dent, συνεπτυγμένον ἄργυρον, = collisum argentum,