Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
σύμπρουρος
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
View word page
συμπτερόομαι
συμπτερόομαι, Pass.,
A). get wings together, Longin. 15.4 .


ShortDef

get wings together

Debugging

Headword:
συμπτερόομαι
Headword (normalized):
συμπτερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπτεροομαι
IDX:
98855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπτερόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">get wings together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 15.4 </span>.</div> </div><br><br>'}