Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
συμπροσέρχομαι
συμπροσίσχομαι
συμπροσλαμβάνω
συμπροσμείγνυμι
συμπροσπίπτω
συμπροσπλέκομαι
συμπροστάτης
συμπροστίθημι
συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
σύμπρουρος
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
View word page
συμπροτερέω
συμπροτερέω,
A). precede, τῆς πρώτης Ὀλυμπιάδος Suid. s.v. Ἡσίοδος .


ShortDef

precede

Debugging

Headword:
συμπροτερέω
Headword (normalized):
συμπροτερέω
Headword (normalized/stripped):
συμπροτερεω
IDX:
98844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπροτερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">precede</span>, <span class="quote greek">τῆς πρώτης Ὀλυμπιάδος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Ἡσίοδος</span> .</div> </div><br><br>'}