Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
συμπροσέρχομαι
συμπροσίσχομαι
συμπροσλαμβάνω
συμπροσμείγνυμι
συμπροσπίπτω
συμπροσπλέκομαι
συμπροστάτης
συμπροστίθημι
συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
σύμπρουρος
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
View word page
συμπροστάτης
συμπροστάτης [ᾰ],,
A). joint -προστάτης, PTeb. 64 (a). 110 (ii B.C.), IGRom. 3.95.12 (Sinope).


ShortDef

joint

Debugging

Headword:
συμπροστάτης
Headword (normalized):
συμπροστάτης
Headword (normalized/stripped):
συμπροστατης
IDX:
98842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπροστάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint</span> <span class="foreign greek">-προστάτης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 64 </span>(<span class="tr" style="font-weight: bold;">a</span>).<span class="bibl"> 110 </span> (ii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.95.12 </span> (Sinope).</div> </div><br><br>'}