Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
συμπροσέρχομαι
συμπροσίσχομαι
συμπροσλαμβάνω
συμπροσμείγνυμι
συμπροσπίπτω
συμπροσπλέκομαι
συμπροστάτης
συμπροστίθημι
συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
σύμπρουρος
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
View word page
συμπροσπλέκομαι
συμπρος-πλέκομαι, Pass.,
A). contend or struggle hard, Thd. Da. 11.10 .


ShortDef

contend

Debugging

Headword:
συμπροσπλέκομαι
Headword (normalized):
συμπροσπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπροσπλεκομαι
IDX:
98841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρος-πλέκομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contend</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">struggle hard</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Da.</span> 11.10 </span>.</div> </div><br><br>'}