Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
συμπροσέρχομαι
συμπροσίσχομαι
συμπροσλαμβάνω
συμπροσμείγνυμι
συμπροσπίπτω
συμπροσπλέκομαι
συμπροστάτης
συμπροστίθημι
συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
σύμπρουρος
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
View word page
συμπροσμείγνυμι
συμπρος-μείγνῡμι, intr.,
A). to be in company with, συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί Pl. Tht. 183e .


ShortDef

to be in company with

Debugging

Headword:
συμπροσμείγνυμι
Headword (normalized):
συμπροσμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συμπροσμειγνυμι
IDX:
98839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρος-μείγνῡμι</span>, intr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in company with</span>, <span class="quote greek">συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg006.perseus-grc1:183e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg006.perseus-grc1:183e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tht.</span> 183e </a> .</div> </div><br><br>'}