Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
συμπρομηθέομαι
συμπρομνάμων
συμπρονοέω
συμπρονομεύω
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
View word page
συμπρομηθέομαι
συμπρομηθέομαι,
A). have providence over together with, Jul. Or. 5.167b .


ShortDef

have providence over together with

Debugging

Headword:
συμπρομηθέομαι
Headword (normalized):
συμπρομηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπρομηθεομαι
IDX:
98825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρομηθέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have providence over together with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg001:5:167b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2003.tlg001:5.167b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Jul.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 5.167b </a>.</div> </div><br><br>'}