Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
συμπρομηθέομαι
συμπρομνάμων
συμπρονοέω
συμπρονομεύω
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
View word page
συμπροκόπτω
συμπροκόπτω,
A). increase with, τινι Nicom. Ar. 1.19 .


ShortDef

increase with

Debugging

Headword:
συμπροκόπτω
Headword (normalized):
συμπροκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπροκοπτω
IDX:
98824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπροκόπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">increase with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:1:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:1.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicom.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ar.</span> 1.19 </a>.</div> </div><br><br>'}