Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
συμπρομηθέομαι
συμπρομνάμων
συμπρονοέω
συμπρονομεύω
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
View word page
συμπροίημι
συμπρο-ίημι
, in Med.,
A).
join in paying
, of a bank official,
BGU
1748.4
(i B.C.), al.
ShortDef
join in paying
Debugging
Headword:
συμπροίημι
Headword (normalized):
συμπροίημι
Headword (normalized/stripped):
συμπροιημι
IDX:
98822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98823
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρο-ίημι</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in paying</span>, of a bank official, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1748.4 </span> (i B.C.), al.</div> </div><br><br>'}